- παραχορήγημα
- τὸ, Α[παραχορηγώ]1. ο ρόλος δευτερεύοντος χορού στο αρχαίο δράμα, ο οποίος αποχωρεί από τη σκηνή όταν η παρουσία του είναι πλέον περιττή, όπως π.χ. στην τραγωδία Ευμενίδες τού Αισχύλου, οι προπομποί ή τα τέκνα τού Τρυγαίου στην κωμωδία Ειρήνη τού Αριστοφάνη2. ο ρόλος ενός τέταρτου υποκριτή με μικρή σκηνική δράση.
Dictionary of Greek. 2013.